Εἱμαρμένα — Εἱμαρμένᾱ , Εἱμαρμένη fem nom/voc/acc dual Εἱμαρμένᾱ , Εἱμαρμένη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἱμαρμένας — Εἱμαρμένᾱς , Εἱμαρμένη fem acc pl Εἱμαρμένᾱς , Εἱμαρμένη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱμαρμένας — εἱμαρμένᾱς , μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem acc pl εἱμαρμένᾱς , μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἱμαρμέναι — Εἱμαρμένᾱͅ , Εἱμαρμένη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνείμαρται — Α απρόσ. 1. είναι επίσης καθορισμένο από τη μοίρα 2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) τὰ συνειμαρμένα αυτά που έχουν επίσης καθοριστεί από τη μοίρα («ἔστι τε εἱμαρμένα τρόπον τινὰ καὶ ταῡτα... ἐκείνοις συνειμαρμένα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek
εἱμαρμέναι — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem nom/voc pl εἱμαρμένᾱͅ , μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)